- τολμώ
- τολμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [τόλμη]1. παίρνω το θάρρος να πράξω κάτι (α. «τόλμησε να τού εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῑν», Αισχύλ.)2. επιχειρώ κάτι το ριψοκίνδυνο, αψηφώ τον κίνδυνο, αποτολμώ3. απόλ. έχω θάρρος, είμαι τολμηρός, δεν φοβούμαι (α. «δεν έχει μάθει στη ζωή του να τολμά» β. «ἐν φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.έχω το θράσος να... («πώς τολμάς να μού μιλάς έτσι;»)αρχ.1. (με αιτ.) υπομένω, υφίσταμαι κάτι («τολμᾱν χρὴ τὰ διδοῡσι θεοί», Θεόγν.)2. (με απρμφ.) δέχομαι να πράξω κάτι, υποκύπτω3. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ τετολμηκυῑαι(ενν. λέξεις) οι τολμηρές εκφράσεις.
Dictionary of Greek. 2013.